- παραστρατίζω
- και παραστρατώ και παραστρατάω1. (μτβ.) εκτρέπω κάποιον από τον ευθύ δρόμο, τον κάνω να βγει από τη στράτα του («το σκοτάδι μάς παραστράτισε»)2. (αμτβ.) (κυρίως στον τ. παραστρατώ) παρεκκλίνω, εκτρέπομαι από τον ίσιο δρόμο, παρεκτρέπομαι, εκτροχιάζομαι, παίρνω τον κακό δρόμο, παίρνω τον κατήφορο («παραστράτησε από τις κακές συναναστροφές»)3. (η μτχ. παθ. παρακμ.)α) παραστρατισμένος, -η, -οαυτός που υπέστη εκτροπή από τον ευθύ δρόμο, που βγήκε από τη στράτα τουβ) παραστρατημένος, -η, -ο(κυρίως μτφ. με ηθική σημ.) αυτός που πήρε τον κακό δρόμο, που πήρε τον κατήφορο, που έχει διαπράξει βαριά ηθικά παραπτώματα, παραστρατήματαγ) το θηλ. ως ουσ. παραστρατημένηανήθικη, έκφυλη γυναίκα.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + στράτα + κατάλ. -ίζω / -ώ].
Dictionary of Greek. 2013.