παραστρατίζω

παραστρατίζω
και παραστρατώ και παραστρατάω
1. (μτβ.) εκτρέπω κάποιον από τον ευθύ δρόμο, τον κάνω να βγει από τη στράτα του («το σκοτάδι μάς παραστράτισε»)
2. (αμτβ.) (κυρίως στον τ. παραστρατώ) παρεκκλίνω, εκτρέπομαι από τον ίσιο δρόμο, παρεκτρέπομαι, εκτροχιάζομαι, παίρνω τον κακό δρόμο, παίρνω τον κατήφορο («παραστράτησε από τις κακές συναναστροφές»)
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.)
α) παραστρατισμένος, -η, -ο
αυτός που υπέστη εκτροπή από τον ευθύ δρόμο, που βγήκε από τη στράτα του
β) παραστρατημένος, -η, -ο
(κυρίως μτφ. με ηθική σημ.) αυτός που πήρε τον κακό δρόμο, που πήρε τον κατήφορο, που έχει διαπράξει βαριά ηθικά παραπτώματα, παραστρατήματα
γ) το θηλ. ως ουσ. παραστρατημένη
ανήθικη, έκφυλη γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + στράτα + κατάλ. -ίζω / -ώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παραστρατίζω — παραστράτισα, παραστρατισμένος 1. μτβ., βγάζω κάποιον από το σωστό δρόμο, τον ξεστρατίζω, τον σπρώχνω στον κακό δρόμο. 2. αμτβ., βγαίνω έξω από το σωστό δρόμο, πέφτω σε ηθική εκτροπή: Σήμερα δεν είναι δύσκολο να παραστρατίσουν τα παιδιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκδρομώ — ἐκδρομῶ ( έω) (Α) τρέχω έξω από τον δρόμο, παραστρατίζω …   Dictionary of Greek

  • εκτορμέω — ἐκτορμέω (Α) βγαίνω από τον δρόμο μου, λοξοδρομώ, παραστρατίζω, βγαίνω από τον ίσιο δρόμο …   Dictionary of Greek

  • παραστράτισμα — το [παραστρατίζω] παραστράτημα …   Dictionary of Greek

  • παραστρατημένος — η, ο βλ. παραστρατίζω …   Dictionary of Greek

  • παραστρατιά — η (κυριολ. και μτφ.) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραστρατίζω, η εκτροπή από τον ευθύ δρόμο εξαιτίας πλάνης και η εσφαλμένη πορεία για λίγο χρόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + στράτα + κατάλ. ιά] …   Dictionary of Greek

  • παραστρατώ — βλ. παραστρατίζω …   Dictionary of Greek

  • πλάζω — (I) Α (ποιητ. τ.) 1. κάνω κάποιον να περιπλανάται, τόν εκτρέπω από τον δρόμο του και από τον σκοπό του, παραστρατίζω (α. «ἀλλά με δαίμων πλάγξ ἀπὸ Σικανίης δεῡρ ἐλθέμεν», Ομ. Οδ. β. «Σκύρου μὲν ἅμαρτεν, ἵκοντο εἰς Ἐφύραν πλαγχθέν τες», Πίνδ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • πλαγιάζω — Ν ΜΑ [πλάγιος] (σχετικά με πλοίο) κυβερνώ ή πλέω εγγύτατα προς την ευθεία τού ανέμου, πλέω με την οξύτερη δυνατή γωνία πρόσπτωσης τού ανέμου στα ιστία, κν. βαστάω όρτσα («πρὸς ἀντίους τοὺς ἐτησίας πλαγιάζοντας [τὴν ναῡν]», Λουκιαν.) νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”